μεταθέσιμος

μεταθέσιμος
η , ο [ος , ον ] достойный перемещения, перевода (по службе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεταθέσιμος" в других словарях:

  • μεταθέσιμος — η, ο (Μ μεταθέσιμος ον) [μετάθεση] αυτός που μπορεί να μετατεθεί, να μεταβάλει θέση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταθέσιμο η δυνατότητα μετάθεσης, το μεταθετό μσν. το ουδ. ως ουσ. η μετάθεση επισκόπου από μια επισκοπή σε άλλη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»